- άντην
- ἄντην επίρρ. (Α)1. απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον2.κατά πρόσωπο, εκ του πλησίον3.κατά μέτωπο, κατευθείαν4. φανερά, απροκάλυπτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική αιτ. από θ. αντ-, πιθ. αναλογικά προς τα δην, πλην κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄντην — ἄντη prayer fem acc sg (attic epic ionic) ἄντην against indeclform (adverb) ἄ̱ντην , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄ̱ντην , ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀντάω come opposite to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ant-s — ant s English meaning: forward, before, outer side Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn” Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( … Proto-Indo-European etymological dictionary
LAURUS — scientiae symbolum, ob non unam rationem; Unde quibusdam arbor ea credita, in qua primi nostri Progenitores peccârunt, vide Fortun. Licet. l. de Gemmis Annularibus c. 25. p. 62. Proin et vaticinii typus habita, quam ob causam vaticinantes Lauro… … Hofmann J. Lexicon universale
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek
ανάντης — ες (Α ἀνάντης) ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης) νεοελλ. αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία αρχ. αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες… … Dictionary of Greek
ευάντης — εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, ές (Α) 1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος 2. ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντης (πρβλ. εξ άντης, αν άντης, προσ άντης) < θ. αντ εσ < *αντ (πρβλ. άντα, άντην, αντί)] … Dictionary of Greek
κατάντην — (Α) επίρρ. κάταντα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντην «απέναντι, κατά πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… … Dictionary of Greek
κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… … Dictionary of Greek
προσάντης — όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, όταντες, Α 1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνος («πόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.) 2. μτφ. δύσκολος, δυσχερής αρχ. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρός («ἐπεί τε… … Dictionary of Greek